πασαμέντο

πασαμέντο
το
(λ. ιταλ.), ζώνη των εσωτερικών τοίχων ύψους ενός περίπου μέτρου από το δάπεδο καλυμμένη με ξύλο, μάρμαρο ή βαμμένη με διαφορετικό χρώμα για να μη λερώνονται οι τοίχοι κτιρίων, όπου συχνάζουν πολλοί άνθρωποι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πασαμέντο — το πλαίσιο από σανίδια, πλάκες ή μάρμαρα στο κάτω μέρος τών εσωτερικών τοίχων οικοδομής για διακόσμηση τών τοίχων και για προφύλαξή τους από φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passamento] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”